κάθομαι

κάθομαι
και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι)
1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.)
2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α. «κάθομαι στο Κουκάκι» β. «σφοῑσιν ἐνὶ μεγάροισι καθήατο», Ομ. Ιλ.)
3. μένω αργός, είμαι άνεργος ή άεργος, μένω άπρακτος, αδρανώ (α. «κάθομαι δύο μήνες χωρίς δουλειά» β. «ὦ βασιλεῡ, ἔχων δύναμιν τοσαύτην κάτησαι, οὔτε τι ἔθνος προσκτώμενος οὔτε δύναμιν Πέρσῃσι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (για ουσίες διαλυμένες σε υγρό) κατακάθομαι, καθιζάνω
2. υφίσταμαι καθίζηση, κατολισθαίνω
3. (για πλοία) α) προσαράσσω σε αβαθή νερά
β) (για πλοία) κατεβαίνω κάτω από την ίσαλο γραμμή
4. επιχειρώ, καταπιάνομαι με κάτι («έκατσα και λογάριασα»)
5. σωπαίνω, ησυχάζω, γίνομαι φρόνιμος («τί κάθεσαι και δεν μιλάς;)»
6. φρ. α) «κάθομαι στ' αβγά μου» — δεν ενοχλώ κανέναν, δεν ανακατεύομαι
β) «κάθομαι στα καρφιά» ή «κάθομαι στ' αγκάθια» ή «κάθομαι στα (αναμμένα) κάρβουνα» — αδημονώ, βρίσκομαι σε μεγάλη αγωνία
γ) «μού κάθεται στο σβέρκο» — μού παραφορτώνεται, μέ πιέζει ή μέ ενοχλεί
δ) «μού κάθεται στο στομάχι» ή «στον λαιμό»
i) (για τροφή) μού φέρνει βάρος στο στομάχι ή δεν μπορώ να τήν καταπιώ ή να τή χωνέψω
ii) (για πρόσ.) δεν τόν υποφέρω, δεν τον χωνεύω, μού είναι ανυπόφορος
ε) «κάθομαι ήσυχος» — δεν ενοχλώ κανέναν
στ) «κάθου γύρευε» αντί «τρέχα γύρευε» — για πράγμα δύσκολο ή ασήμαντο
ζ) (ουδ. πληθ. μτχ. ως επίρρ.) «στα καλά καθούμενα» — ξαφνικά, αναπάντεχα και χωρίς λόγο («στα καλά καθούμενα άρχισε να φωνάζει»)
η) «κάτσε λίγο» ή «κάτσε μισό λεπτό» — περίμενε λίγο
θ) «μέ έχεις και κάθομαι» — δεν μού δίνεις κάτι να απασχοληθώ
ι) «τό 'χω και κάθεται» — δεν τό χρησιμοποιώ
7. παροιμ. α) «όσο κάθεται το μήλο, μυρίζει» — όσο περισσότερο μελετά κάποιος μια δουλειά τόσο πιο εύκολα την πετυχαίνει
β) «όπου κάθεται, λερώνει» — είναι κακοήθης, όπου βρεθεί κάνει ανέντιμες πράξεις
γ) «τών καθούμενων τα λόγια οι στεκούμενοι τά ξέρουν» — αυτοί που εκτελούν διαταγές ανωτέρων γνωρίζουν τις δυσκολίες
νεοελλ.-μσν.
1. ασχολούμαι επίμονα και αποκλειστικά με κάτι, καταγίνομαι (α. «πρέπει να καθήσω να δουλέψω σήμερα» β. «κάθεται και κλαίει»)
2. μένω, παραμένω
3. είμαι («κάθεσαι εννοιασμένος», Αχιλ.)
4. βρίσκομαι κάπου («εκείνους απού κάθουνται ψηλά», Ερωφ.)
5. συναναστρέφομαι («όταν με φίλους κάθεσαι», Σπαν.)
6. μπήγομαι
7. φρ. «κάθομαι εις λύπην» — είμαι λυπημένος
μσν.-αρχ.
(για εχθρούς) διατηρώ μια θέση, στρατοπεδεύω («ἐχθρῶν ὑπ' αὐτοῑς τείχεσιν καθημένων», Ευρ.)
αρχ.
1. συνεδριάζω σε δικαστήριο ή σε οποιοδήποτε συνερχόμενο σώμα (α. «τοὺς ὑπὲρ τῶν νόμων καθημένους», Δημοσθ.
β. «βουλευτὰς ὄντας καὶ καθημένους ἔνδον», Ανδ.)
2. διαβιώ υποφέροντας ή απολαμβάνοντας κάτι («ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο» — ζούσε μέσα σε λύπη βαριά, Ηρόδ.)
3. (για τόπους) κείμαι («χωρία ὁμοίως καθήμενα», Θεόφρ.)
4. απασχολούμαι ειδικώς με κάτι («... ἐς τὴν ταρίχευσιν κομίζουσι εἰσὶ δὲ οἳ ἐπ' αὐτῷ τούτῳ κατέαται», Ηρόδ.)
5. (για πράγματα και κυρίως για αγάλματα) είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι («τὸ πηδάλιον κάθηται πλάγιον», Αριστοτ.)
6. ζω καθιστική ή άσημη ζωή, ασχολούμαι με καθιστική εργασία («αἱ βαναυσικαὶ [τέχναι] ἀναγκάζουσι καθῆσθαι», Ξεν.)
7. βρίσκομαι σε χαμηλή θέση, είμαι χθαμαλός («ἐν τοῑς καθημένοις χωρίοις» — στις χαμηλές τοποθεσίες, Αιλ.)
8. αναπαύομαι («μετὰ κοπὴν καθημένοις» — ενώ αναπαύονται έπειτα από κόπο, Σοφ.)
9. (το αρσ. μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ καθήμενοι
οι δικαστές, το δικαστήριο
10. φρ. α) «ἐκ τοῡ μέσου κατῆστο» — αποσύρθηκε από τη μέση και κάθισε μακριά, (Ηρόδ.)
β) «ἕδραν κάθημαι» ή «ἑδραῑος κάθημαι» — κάθομαι πάνω σε έδρα, σε κάθισμα, (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κάθομαι < αρχ. κάθ-ημαι, παρακμ. τού καθέζομαι με σημασία ενεστώτα (πρβλ. οἶδα), που μεταπλάστηκε στη Νέα Ελληνική κατά τον μέσο ενεστώτα σε -ομαι. Το κάθομαι και το καθίζω αλληλοσυμπληρώνονται στη Νέα Ελληνική από σημασιολογικής απόψεως (αμετάβατη - μεταβατική σημασία), ενώ για το κάθομαι χρησιμοποιούνται χρόνοι τού καθίζω συμπληρωματικά (πρβλ. κάθισε όλη μέρα αμίλητος — τόν κάθισε διά τής βίας στην καρέκλα). Για τον λόγο αυτόν ορθότερη είναι για τον αόρ. η γραφή κάθισα από τη συχνά χρησιμοποιούμενη κάθησα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάθομαι — κάθομαι, κάθισα και έκατσα, καθισμένος βλ. πίν. 160 Σημειώσεις: καθίζω – κάθομαι : άλλοτε είχαν την ίδια έννοια, γι αυτό επικράτησε ο αόριστος σε ισα (κάθισα). Σήμερα το καθίζω περιορίζεται στην έννοια → βάζω κάποιον να καθίσει. Μερικές φορές η… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κάθομαι — κάθισα και έκατσα, καθισμένος 1. καθίζω: Κάθισε να τα πούμε. 2. κατοικώ: Κάθομαι στην οδό Πόντου 18. 3. ασχολούμαι με κάτι: Κάθονται και τρων και πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν. 4. (παροιμ.): «Όσο κάθεται το μήλο μυρίζει», που σημαίνει ότι όσο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακουρκουδίζω — κάθομαι ανακούρκουδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακούρκουδα. ΠΑΡ. ανακουρκούδισμα] …   Dictionary of Greek

  • επανακάθημαι — κάθομαι εκ νέου, ξανακάθομαι …   Dictionary of Greek

  • κωλοκάθομαι — κάθομαι κάτω ή πέφτω κάτω με τα οπίσθια …   Dictionary of Greek

  • ξανακάθομαι — κάθομαι ξανά …   Dictionary of Greek

  • έφημαι — ἔφημαι (Α) (παθ. παρακμ. που χρησιμοποιείται ως ενεστ.) 1. είμαι τοποθετημένος ή κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι («κληΐδεσσιν ἐφήμενοι», Ομ. Οδ.) 2. κάθομαι ως ικέτης κοντά σε άγαλμα θεού (α. «βρέτας ἐφήμενος», Αισχύλ. β. «βωμία ἐφημένη» καθισμένη… …   Dictionary of Greek

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek

  • προκάθημαι — ΝΜΑ και ιων. τ. προκάτημαι Α [κάθημαι] 1. στέκω, κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι κατά προτίμηση μπροστά άπο άλλους επειδή κατέχω τιμητική θέση (α. «οι προκαθήμενοι στο θέατρο είναι συνήθως επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ ἡλικίαν καὶ… …   Dictionary of Greek

  • έζομαι — ἕζομαι 1. κάθομαι 2. σταματώ, μένω σ έναν τόπο 3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη 4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< *sed jo mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sed… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”